εὐθέτους

εὐθέτους
εὔθετος
well-arranged
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… …   Dictionary of Greek

  • благостроиныи — (1*) пр. Поступающий надлежащим образом, следующий установленному порядку: како хощете сѩ схранити. бл҃гоч(с)тивии. и бл҃гостроинии послушливии на ||=бл҃го по всему. (εὐϑέτους) ФСт XIV, 86а б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”